- ἐπισκιασμός
- ἐπισκῐ-ασμός, ὁ,A shading, covering, Hsch.II. weak sight, Vett.Val.110.36(pl.), al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επισκιασμός — ἐπισκιασμός, ὁ (Α) 1. κάλυμμα 2. αδύνατη όραση … Dictionary of Greek
ἐπισκιασμός — shading masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιασμοῖς — ἐπισκιασμός shading masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιασμοῦ — ἐπισκιασμός shading masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιασμούς — ἐπισκιασμός shading masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιασμῶν — ἐπισκιασμός shading masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιασμόν — ἐπισκιασμός shading masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηλυγισμός — ἐπηλυγισμός ο (Α) επισκιασμός, σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
ἐπισκιασμῶι — ἐπισκιασμῷ , ἐπισκιασμός shading masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)